ΤΟΠΙΚΑ

Αποκαλύψεις για την αρχαία Ιωλκό

αποκαλύψεις-για-την-αρχαία-ιωλκό-735312

Απαντήσεις στο ερώτημα πού βρισκόταν η καλοκτισμένη πόλη της Ιωλκού δίνονται στο ογκώδες βιβλίο της δρ. Βασιλικής Αδρύμη – Σισμάνη – Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ παρουσιάζει για πρώτη φορά τα συμπεράσματα πολυετούς έρευνας

Πλήθος ερωτημάτων εγείρονται μέχρι σήμερα γύρω από την ταυτότητα της θρυλικής Ιωλκού, της πόλης – σύμβολο του μυκηναϊκού πολιτισμού στη Θεσσαλία, που ταυτίστηκε με την Αργοναυτική Εκστρατεία, τους μύθους που παραμένουν ζωντανοί μέχρι σήμερα. Οι πολυπόθητες απαντήσεις δίνονται μέσω της αρχαιολογικής έρευνας τριάντα και πλέον ετών που διεξήγαγε η δρ. Βασιλική Αδρύμη – Σισμάνη και αποτυπώνονται σε έναν ογκώδη τόμο 960 σελίδων. Τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν τον δρόμο που οδηγεί στην Ιωλκό και για πρώτη φορά παρουσιάζονται από τον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ.

Ρεπορτάζ: ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΥΔΡΑΙΟΥ

Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ ιχνηλατεί βήμα προς βήμα τη διαδρομή προς τη μυστηριώδη πόλη που περιγράφεται ως «εϋκτιμένη», δηλαδή καλοκτισμένη, από τον Όμηρο, με οδηγό τα επιστημονικά στοιχεία και τα συμπεράσματα που προκύπτουν. Στις σελίδες του βιβλίου «Η εϋκτιμένη πόλη του Ομήρου– Ένα αστικό κέντρο, οι οικίες και το νεκροταφείο», έκδοση του Ινστιτούτου Αρχαιολογικών Σπουδών του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, παρουσιάζονται όλα τα ευρήματα που έχουν έρθει στο φως σε μια συνθετική και πλήρη δημοσίευση των ανασκαφικών δεδομένων όπως και των βασικών πολεοδομικών αρχών οργάνωσης των επιμέρους αρχιτεκτονικών ενοτήτων, που «φωτογραφίζουν» το μυκηναϊκό Διμήνι και την σημασία του.

Η άποψη που καταθέτει η κ. Αδρύμη, επίτιμη έφορος αρχαιοτήτων, με βάση τις έρευνες που διεξήγαγε από το 1977 μέχρι το 2013, είναι ότι στον 13ο αιώνα π.Χ. αναμφισβήτητα υπάρχει ανακτορικό συγκρότημα στο Διμήνι, δύο θολωτοί τάφοι και μια πόλη με οργανωμένο πολεοδομικό σχέδιο και πολύ ανθούσα οικονομία. Επομένως θα μπορούσε να διεκδικεί τον τίτλο της Ιωλκού. Το ζήτημα όμως είναι, ότι στα Παλιά την ίδια περίοδο, υπάρχει επίσης ένα σημαντικό κέντρο όπως και μια εξίσου σημαντική λιμενική εγκατάσταση στα Πευκάκια.

Υπάρχουν, δηλαδή, τρεις οικισμοί που αναπτύσσονται πολύ κοντά ο ένας στον άλλο, χωρίς να έχουν οχυρωματικά τείχη, γεγονός που μαρτυρά ότι δεν υπάρχουν ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ τους. Συνυπάρχουν ειρηνικά, εκμεταλλεύονται την ίδια περιοχή, την ίδια πεδιάδα και οι τρεις πόλεις αναπτύσσουν εμπορικές δραστηριότητες από το λιμάνι των Πευκακίων, ακουμπώντας στον μύθο που μιλά για τρεις πόλεις, που διοικούνται από τρία αδέλφια.

Επομένως, και σύμφωνα πάντα με τα ανασκαφικά δεδομένα, έχουμε στην περιοχή ένα σύστημα εξουσίας που μοιράζεται διαδοχικά ή και συγχρόνως σε δύο ή τρείς αλληλοσυνδεόμενες αλλά και ανεξάρτητες αστικές εγκαταστάσεις για τις οποίες δεν προκύπτον στοιχεία ότι βρίσκονταν κάτω από τον έλεγχο μιας κεντρικής εξουσίας.

Αυτό κερδίζουμε από το Διμήνι, με τα μοναδικά σωζόμενα επιβλητικά κτήρια του Διοικητικού κέντρου , καθώς η διοικητική, θρησκευτική και οικονομική οργάνωση του ήταν αυτόνομη και βασίζονταν στη δική του οικονομία.

Μύθος και πραγματικότητα

Παλιά, Πευκάκια και Διμήνι είναι τρεις πόλεις που είτε δρουν ταυτόχρονα ή διαδοχικά. Η διαδρομή τους στον χρόνο ξεκινάει ταυτόχρονα αλλά στο τέλος του 13ου αιώνα, τα ανασκαφικά δεδομένα δείχνουν ότι η οικονομία του Διμηνίου και η οργάνωσή του, συνθέτουν την εικόνα της ισχυρής πόλης με οικονομική αυτονομία με δική της διοίκηση και δική της οικονομική παραγωγή.

Οι εκτεταμένες πολυετείς ανασκαφές που έχουν πραγματοποιηθεί σε βάθος χρόνου στο Διμήνι, μιλούν για ένα αστικό κέντρο, οικοδομικά τετράγωνα, μεγάλους δρόμους, προηγμένο, για την εποχή, σύστημα αποχέτευσης, καθορισμένη χρήση γης, και, το κυριότερο, διοικητικό κέντρο.

Η οργάνωση του διοικητικού κέντρου του Διμηνίου μοιάζει πάρα πολύ με το διοικητικό κέντρο της Πύλου. Ενα κεντρικό μέγαρο για την διοίκηση, χρειάζεται, ωστόσο, ένα δευτερεύον μέγαρο για τις θρησκευτικές δραστηριότητες, παράπλευρες άλλες οικιστικές μονάδες, για τους υπόλοιπους αξιωματούχους που διοικούν και επίσης χρειάζεται βιοτεχνίες για να σταθεί οικονομικά, τις οποίες ελέγχει το ανάκτορο. Ολα τα παραπάνω στοιχεία αποτυπώνονται αρχιτεκτονικά σε αυτό το διοικητικό συγκρότημα.

Στο πρώτο και το δεύτερο βιβλίο της κ. Αδρύμη, που αναφέρονται στο Διμήνι, υπάρχουν πολύ χρήσιμα στοιχεία για τους μελετητές του μέλλοντος. Το δεύτερο, ειδικά, βιβλίο που εκδόθηκε πρόσφατα και αξίζει να παρουσιαστεί, να αναδειχθεί και να λάβει την θέση που του αρμόζει σε Ελλάδα και εξωτερικό, αποτελεί, ταυτόχρονα, ένα εγχειρίδιο για να μελετήσει κανείς τα μυκηναϊκά μνημεία που βρίσκονται στην περιοχή.

Πόλη – σύμβολο

Το κέντρο της έρευνας και της θεματικής του βιβλίου της κ. Αδρύμη, που παρουσιάζει για πρώτη φορά ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, είναι η Ιωλκός, η πόλη – σύμβολο, που σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς βρίσκονταν στον μυχό του Παγασητικού Κόλπου, δίπλα από την θάλασσα, κάτω από το Πήλιο.

Μια πόλη που αγγίζει, με βάση την αρχαιολογική έρευνα, τα Παλιά, το Διμήνι και τα Πευκάκια.

Η ακμή του Διμηνίου τοποθετείται στο δεύτερο μισό του 13ου αι. π.Χ., όταν ο αρχικός οικισμός εξελίχθηκε σε μεγάλο αστικό κέντρο με σαφή χωροταξική οργάνωση και επιβλητικά αρχιτεκτονικά κτίρια στα οποία στεγάζονταν μια ισχυρή κεντρική διοίκηση. Η διοίκηση αυτή, με οργανωμένο σύστημα εξουσίας διατήρησε τον έλεγχο της αγροτικής παραγωγής και των τοπικών βιοτεχνιών όπως του εμπορίου και των διεθνών σχέσεων μέχρι την τελική καταστροφή του οικισμού, ενώ παράλληλα ενδυνάμωνε τις ενδοκοινοτικές σχέσεις με δημόσιες λατρευτικές δραστηριότητες. Διοικητικό κέντρο υπήρχε και στα Παλιά, αλλά δεν είναι γνωστό ούτε το μέγεθος, αλλά ούτε η οργάνωσή του, διότι είναι αποσπασματικά τα ευρήματα της μυκηναϊκής περιόδου.

Τα δύο ανάκτορα στα Παλιά και Διμήνι έχουν και θολωτούς τάφους, ενώ στα Πευκάκια εντοπίζονται κατά βάση λιμενικές εγκαταστάσεις που εξυπηρετούν τις άλλες δύο πόλεις, που απέχουν τρία χιλιόμετρα η μία από την άλλη.

Τον 13ο αιώνα τα τρία αστικά κέντρα καταστρέφονται. Το Διμήνι ζει λίγα ακόμη χρόνια, ανακαινίζουν τα σπίτια μετά την καταστροφή, υπάρχει πάλι διοίκηση, γίνονται προσπάθειες να αναπτυχθεί και πάλι το εμπόριο, αλλά τελικά οι προσπάθειες δεν τελεσφορούν και οι κάτοικοι εγκαταλείπουν την πόλη. Στα Παλιά παραμένουν και ανακτούν τις δυνάμεις τους μετά από αυτή την καταστροφή.

Αρχουσα τάξη

Τα αρχαιολογικά ευρήματα που παραθέτει η κ. Αδρύμη, πιστοποιούν την ύπαρξη άρχουσας τάξης που προέρχονται από την περιοχή του Διμηνίου, διότι εκεί βρέθηκαν τεκμήρια που ταυτίζονται με εμπορικές σχέσεις. Τα ευρήματα πιστοποιούν την ύπαρξη βιοτεχνικών χώρων, όπως μαρτυρούν οι μήτρες κατασκευής κοσμημάτων και η λειτουργία μεγάλου κεραμικού κλιβάνου. Ο κλίβανος του Διμηνίου είναι ο μεγαλύτερος της ηπειρωτικής Ελλάδας.

Ενα ακόμη σημαντικό στοιχείο που υπογραμμίζει τον σημαίνοντα ρόλο που διαδραμάτισε το Διμήνι στην μυκηναϊκή εποχή είναι το δημόσιο ιερό και οι τρεις βωμοί που βρέθηκαν στο ανακτορικό συγκρότημα και συγκεκριμένα στο Μέγαρο με την κωδική ονομασία Β, που αφορά στο θρησκευτικό κέντρο.

Υπάρχουν επίσης ευρήματα που πιστοποιούν ότι γίνονταν τελετουργικές λατρείες με συμμετοχή του κοινού μέσα στον οικισμό, για την ενδυνάμωση των σχέσεων των κατοίκων μεταξύ τους. Στα Παλιά αντίστοιχα, έχει βρεθεί σε θολωτό τάφο στο Καπακλί χρυσό πλακίδιο που δείχνει ένα τριμερές ιερό, αλλά δεν υπάρχουν αρχιτεκτονικά ευρήματα που να δείχνουν ότι υπάρχει θρησκευτικό κέντρο. Παράλληλα υπάρχουν ενδείξεις ότι τα Πευκάκια είναι εμπορικός σταθμός, το λιμάνι που χρησιμοποιούν και οι δύο οικισμοί.

Η δρ. Βασιλική Αδρύμη – Σισμάνη ιχνηλατεί τη μυθική Ιωλκό

Ερωτήματα για την καταστροφή

Το φαινόμενο της καταστροφής του μυκηναϊκού οικισμού στο Διμήνι στο τέλος του 13ου αιώνα π.Χ., το οποίο γεννά πολλά ερωτηματικά, βίωσαν συγχρόνως και οι δύο γειτονικοί μυκηναϊκοί οικισμοί, στην παραλιακή ζώνη του Βόλου, ο οικισμός στα Παλιά και ο οικισμός στα Πευκάκια. Το στρώμα καταστροφής των οικισμών αυτών, σύμφωνα με την στρωματογραφημένη κεραμική, συγχρονίζεται απόλυτα με το στρώμα καταστροφής του Διμηνίου, όπως και με τα στρώματα καταστροφής των μυκηναϊκών κέντρων της Τίρυνθας, των Μυκηνών, της Μιδέας, της Θήβας και άλλων. Ομως οι επιπτώσεις της καταστροφής στα Παλιά και τα Πευκάκια, δεν φαίνεται να αντιμετωπίστηκαν με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίστηκαν από τους κατοίκους του Διμηνιού.

Από τα ανασκαφικά δεδομένα προκύπτει η ύπαρξη πυρκαγιάς, που προκάλεσε εκτεταμένες ζημιές στο ανακτορικό συγκρότημα και στον οικισμό , γεγονός που δεν δείχνει να επιβεβαιώνει την άποψη περί καταστροφικού σεισμού ή άλλων φυσικών γεγονότων, ως αιτίες της καταστροφής που σημειώθηκε σχεδόν ταυτόχρονα στα μυκηναϊκά κέντρα κατά τον 13ο αιώνα π.Χ.

Ανεξαρτήτως της αιτίας που προκάλεσαν τις καταστροφές στα μυκηναϊκά κέντρα, δεν βρέθηκαν αποδείξεις πολεμικής σύρραξης.

Στον γειτονικό παραθαλάσσιο οικισμό στα Πευκάκια, που αποτελούσε την κύρια λιμενική εγκατάσταση, από την οποία πραγματοποιούνταν η διακίνηση των προϊόντων της Ιωλκού, διαπιστώνεται ότι ο οικισμός εγκαταλείφθηκε αμέσως μετά την καταστροφή του και δεν έγινε καμία προσπάθεια επανακατοίκησης. Οι κάτοικοι μετακινήθηκαν, άγνωστο σε ποιά κατεύθυνση.

Το γεγονός αυτό ίσως δικαιολογεί και την οικονομική ύφεση του Διμηνίου, καθώς μετά την καταστροφή του οικισμού των Πευκακίων, που ήλεγχε τις λιμενικές του εγκαταστάσεις, οι κάτοικοι του Διμηνίου, επειδή ο οικισμός τους δεν ήταν παραθαλάσσιος, και επομένως δεν διέθετε δικό του λιμάνι, αντιμετώπισαν, προφανώς, δυσκολίες στην διακίνηση των προϊόντων τους, αφού οι εμπορικές ανταλλαγές βασίζονταν σε ένα πλήρες δίκτυο επαφών, μέσω των θαλάσσιων δρόμων, με τους άλλους οικισμούς στο Αιγαίο, δεδομένου ότι το ορεινό έδαφος της ηπειρωτικής Ελλάδας δεν επέτρεπε μεγάλη ανάπτυξη οδικών δικτύων.

Αντίθετα, ο οικισμός στα Παλιά παραδόξως φαίνεται ότι μετά την καταστροφή του ευημερεί, αφού η κατοίκηση συνεχίζεται και στις μεταγενέστερες περιόδους, μέχρι και σήμερα. Είναι φανερό ότι από τους τρεις μυκηναϊκούς οικισμούς στην παραλιακή ζώνη του Βόλου, μόνο στα Παλιά παρουσιάζει αδιάκοπη κατοίκηση. Είναι πολύ πιθανό τμήμα του πληθυσμού που κατοικούσε στους γειτονικούς οικισμούς, να μετακινήθηκε στα τέλη του 12ουαιώνα πχ προς τα Παλιά, χωρίς, ωστόσο, να υπάρχουν ανασκαφικά δεδομένα που να επιβεβαιώνουν αυτή την υπόθεση.

Οι συνήθειες των κατοίκων

Πλήθος αγγείων έχει φέρει, εξάλλου, στο φως η πολυετής αρχαιολογική έρευνα που έχει πραγματοποιηθεί στο Διμήνι από το 1977, και αποδεικνύει ότι οι κάτοικοι του Διμηνίου είχαν υιοθετήσει πλήρως τις μυκηναϊκές συνήθειες ως προς τα σχήματα και την διακόσμηση των αγγείων. Μεταξύ των ευρημάτων, καταγράφονται κεραμικά αγγεία προετοιμασίας και κατανάλωσης τροφής και πόσης υγρών, αγγεία για την μεταφορά και την αποθήκευση υγρών και στερεών προϊόντων, μολύβδινα, από πέτρα, από δέρμα, από ξύλο ή καλάμια.

Η εύρεση δύο μολύβδινων αγγείων στα δύο Μέγαρα του Διμηνίου, καθώς και ενός μοναδικού δείγματος λίθινου αγγείου, δείχνουν ότι ο εξοπλισμός των νοικοκυριών συμπληρώνονταν και με σκεύη από άλλα υλικά, όπως και από πλεχτά καλάθια, η χρήση των οποίων επιβεβαιώνεται από τα αποτυπώματα ψάθινου σκεύους που βρέθηκε στις αποθήκες του διοικητικού κέντρου του Διμηνίου.

Ηγεμονική σφραγίδα

Η γραμμική Β δεν ήταν άγνωστη στους ηγεμόνες του Διμηνίου, όπως αποδεικνύουν τα εγχάρακτα σύμβολα που βρέθηκαν στο διοικητικό κέντρο του μυκηναϊκού Διμηνίου. Πινακίδα γραμμικής Β βρέθηκε, ωστόσο, και στα Παλιά, γεγονός που μαρτυρά την ύπαρξη διοικητικού συστήματος για την καταγραφή των προϊόντων στους οικισμούς που αναπτύχθηκαν γύρω από το λιμάνι του Παγασητικού κόλπου, όπου αναμφίβολα τοποθετείται το ανακτορικό κέντρο της Ιωλκού, στο οποίο εντάσσεται και το διοικητικό κέντρο του Διμηνίου.

Επίσης, στο Διμήνι βρέθηκαν λίθινες μήτρες για την κατασκευή κοσμημάτων, που αποτελούν ενδείξεις για μεταλλουργικές δραστηριότητες και την παραγωγή βιοτεχνικών προϊόντων εντός του διοικητικού κέντρου του Διμηνίου κατά το δεύτερο μισό του 13ου αιώνα π.Χ.

Από το μυκηναϊκό Διμήνι προέρχονται, εξάλλου, ένα σύνολο κοσμημάτων, κατασκευασμένων από μέταλλο, όπως χαλκό, μόλυβδο και χρυσό, από ημιπολύτιμους λίθους, αλλά και από πηλό, οστά και όστρεα.

Σπουδαίο ανακτορικό κέντρο

Το ανάκτορο του Διμηνίου αποτελεί το μοναδικό σωζόμενο στο σύνολό του μυκηναϊκό διοικητικό κέντρο της Θεσσαλίας και, σε συνδυασμό με την ύπαρξη θολωτών τάφων, αποδεικνύει ότι στο Διμήνι κατοικούσε μία άρχουσα τάξη που συγκέντρωνε διοικητικές, θρησκευτικές και οικονομικές λειτουργίες, όπως συνέβαινε και σε άλλα μυκηναϊκά κέντρα της νότιας και κεντρικής Ελλάδας.

Το κέντρο αυτό είχε επαφές με όλο το γνωστό μυκηναϊκό κόσμο και με την ανατολική Μεσόγειο και διέθετε ανεπτυγμένο σύστημα εμπορικών ανταλλαγών και προμήθειας πρώτων υλών. Ισως τις επαφές αυτές να απηχεί η Αργοναυτική εκστρατεία, η πρώτη μεγάλη πανελλήνια ναυτική εξόρμηση που οργανώθηκε από την Ιωλκό, την οποία η μυθολογική παράδοση τοποθετεί στο μυχό του Παγασητικού Κόλπου και πιθανότατα τα ερείπιά της είναι αυτά που αποκαλύπτονται στο Διμήνι. Το ανάκτορο βρίσκεται ανατολικά του λόφου με το νεολιθικό οικισμό, ανάμεσα σε αυτόν και στο κυρίως τμήμα του οικισμού των μυκηναϊκών χρόνων, όπου σώζεται και ο κεντρικός δρόμος. Το συγκρότημα ιδρύθηκε στις αρχές του 13ου αι. π.Χ. (Υστεροελλαδική ΙΙΙΒ1 περίοδος). Φαίνεται ότι θεμελιώθηκε πάνω σε παλιότερο μέγαρο του 14ου αι. π.Χ. και εγκαταλείφθηκε στις αρχές του 12ου αι. π.Χ. (πρώιμη Υστεροελλαδική ΙΙΙΓ περίοδος).

Η πρόσβαση στο ανάκτορο γινόταν μέσω ενός προπύλου από το δρόμο. Το συγκρότημα αποτελείται από δύο μεγάλα μέγαρα που πλαισιώνονται από άλλα μικρότερα κτήίρια και συνδέονται με μία εσωτερική αυλή. Το πρώτο ονομάσθηκε «Μέγαρο Α», έχει προσανατολισμό Α-Δ και η είσοδός του βρίσκεται στην ανατολική πλευρά. Αποτελείται από δύο πτέρυγες δωματίων που συνδέονται μεταξύ τους με διάδρομο. Στη βόρεια πτέρυγα βρίσκονται οι κύριοι χώροι διαμονής, ενώ στη νότια πτέρυγα οι βοηθητικοί και εργαστηριακοί χώροι. Στην οριοθετημένη αυλή, μπροστά από την κύρια είσοδο του Μεγάρου Α υπάρχει μεγάλος λιθόκτιστος βωμός και τράπεζα προσφορών για θρησκευτικές τελετουργικές πράξεις που συνοδεύονται με θυσίες ζώων.

Εκπληκτικό ανάκτορο

Οι τοίχοι του Μεγάρου Α, που αποτελούσε το διοικητικό κέντρο, σώζονται αρκετά καλά, σε ικανό ύψος και είναι επιχρισμένοι, όπως και τα δάπεδα, με λευκό ασβεστοκονίαμα. Προς τα βόρεια και προς τα νότια του κτηρίου αναπτύσσονται δύο ανεξάρτητες πτέρυγες αποθηκών. Το Μέγαρο Α καταστράφηκε και εγκαταλείφθηκε από τους ενοίκους του στο τέλος του 13ου αι. – αρχές του 12ου αι. π.Χ. Στα μεγάλα δωμάτια της βόρειας πτέρυγας και στο χώρο των εργαστηρίων έγιναν επισκευές και φαίνεται ότι οι χώροι αυτοί ξανακατοικήθηκαν, ωστόσο, στην τελική φάση χρήσης του κτηρίου αξιοποιήθηκαν μόνο τα μεγάλα δωμάτια της βόρειας πτέρυγας.

Το δεύτερο κτήριο ονομάσθηκε «Μέγαρο Β» και περιλάμβανε επίσης δύο πτέρυγες δωματίων που χωρίζονταν από διάδρομο. Και αυτό το κτήριο καταστράφηκε ολοσχερώς από ισχυρή πυρκαγιά στο τέλος του 13ου αι. – αρχές 12ου αι. π.Χ., αλλά μετά την καταστροφή του κανένας χώρος του δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ ξανά. Οι τοίχοι του ήταν καλυμμένοι με επάλειψη πηλού που διατηρήθηκε άριστα σε ορισμένα σημεία λόγω της φωτιάς, ενώ το δάπεδό του ήταν κατασκευασμένο από παχύ στρώμα πηλού με ενίσχυση από ασβέστη και χαλίκια. Στο ανατολικότερο δωμάτιο λειτουργούσε το δημόσιο ιερό όπου βρέθηκε ο μεγάλος πήλινος υπερυψωμένος βωμός. Στις αποθήκες του βρέθηκε μεγάλη ποσότητα κεραμικής και απανθρακωμένα βοτανικά κατάλοιπα, που πιστοποιούν την αποθήκευση δημητριακών (σιταριού και κριθαριού), ελιών και σταφυλιών.

Όλα τα αρχαιολογικά στοιχεία συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι το Διμήνι ήταν ένα σπουδαίο ανακτορικό κέντρο.

Ίσως η θρυλική Ιωλκός έχασε σταδιακή τη σπουδαιότητά της μετά από την καταστροφή των μυκηναϊκών ανακτόρων, αφού στην Ιστορία του Ηροδότου εμφανίζεται ως μια ασήμαντη πολίχνη στην οποία κατέφυγε στον 6ο αι. π.Χ. ο τύραννος Ιππίας από την Αθήνα, αλλά η παλιά δόξα και η φήμη της αντηχούν ακόμα δυνατά στα ποιήματα της πρώιμης ελληνιστικής περιόδου. Ο Απολλώνιος Ρόδιος -στον 3ο αι. π.Χ.- εγκωμιάζει τη διάσημη πόλη του παρελθόντος, με τις «ευδμήτους αγυιάς» (τους καλοφτιαγμένους δηλ. δρόμους) στα Αργοναυτικά του, ένα μεγάλο ποίημα που περιγράφει λεπτομερώς όλα τα στάδια της Αργοναυτικής Εκστρατείας.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου