ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Ο Βασίλης Καποδίστριας και οι εικονιστικές του συνθέσεις

ο-βασίλης-καποδίστριας-και-οι-εικονισ-199709

Του Θωμά Στραβέλη, συγγραφέα – πανεπιστημιακού

Για να συλλάβουμε την ατομική ουσία ενός έργου τέχνης, η προσοχή μας πρέπει να συγκεντρώνεται όχι τόσο στο θέμα όσο στον τρόπο, με τον οποίο αποδίδεται αυτή η ουσία. Κι όχι τόσο στο πρόσωπο του καλλιτέχνη, όσο στο έργο που συνθέτει. Ετσι, η τέχνη βρίσκει τη μοναδική της δικαίωση στην αξιοποίηση της αλήθειας που αποκαλύπτει.

Κοιτάζοντας τις εικονιστικές συνθέσεις τού Βασίλη Καποδίστρια, ανακαλύπτεις ότι η προσωπικότητα του καλλιτέχνη εξαφανίζεται ταπεινά μέσα στην κάθε σύνθεσή του, αφού καθετί (που μέσα σ’ αυτή ξεπερνά την απλή χειρονακτική εργασία) εκπορεύεται, τόσο από την τέχνη, που υπηρετεί ο καλλιτέχνης, όσο κι από την πίστη του σ’ αυτή.

Ο Βασίλης Καποδίστριας είναι το δεξί χέρι της Φύσης. Με την ευαισθησία και τη φαντασία που τον διακρίνει, αφού ανακαλύψει το καλλιτεχνικό του όραμα, προσπαθεί μετά να μεταμορφώσει την άμεση εντύπωση σε αναλυτική και λογική γνώση.

Ο Βασίλης Καποδίστριας προτιμάει μία ζωγραφική, όπου επικρατεί το πλούσιο χρώμα, σε άπειρους τόνους, αλλά αρμονικά δεμένους. Ένα χρώμα στο οποίο, κατά την άποψή του, πρέπει να προσαρμόζεται το θέμα, να μην είναι άκαμπτο και ψυχρό, αλλά ζωντανό και γεμάτο πάθος. Με τον τρόπο αυτό, η φαντασία δημιουργεί έναν νέο κόσμο χρησιμοποιώντας τον κόσμο της φύσης κι ένα λεξικό μεταφορών κι αναλογιών. Δύο πράγματα, κατά τον Βασίλη Καποδίστρια, έχουν ζωτική σημασία για τη ζωγραφική: η σύνθεση και η ανάμιξη των χρωμάτων. Και τούτο γιατί ο ζωγράφος, υποσυνείδητα, στη θέα των χρωμάτων, αποδίδει τη σημασία μιας μυστικιστικής θεώρησης του κόσμου, ενώ, παράλληλα, παίζει ένα αισθητικό παιχνίδι σ’ όλες τις ζωγραφικές του αποτυπώσεις, που περιέχουν, πάντοτε, κάποιο ανθρώπινο ή φυσικό, κυρίως, στοιχείο. Ετσι, πλησιάζοντας τους πίνακές του νιώθεις ότι οι ψυχές έχουν πάνω τους χρώματα κάθε λογής: «Εκείνο το σκούρο χρώμα είναι της φιλαργυρίας και της πλεονεξίας. Το άλλο, το κόκκινο σαν αίμα και φωτιά, είναι της ωμότητας και της σκληρότητας. Οπου υπάρχει γαλαζωπό, από κει έχει σβηστεί η έκλυση των ηθών. Η κακότητα κι ο φθόνος αφήνουν, κάτω απ’ την επιφάνεια, όπως οι σουπιές, εκείνο το μελανό το μωβ». Κι όλα τα χρώματα, θαρρείς πως σκοτεινιάζουν, εκτός απ’ το λευκό!

Ο Βασίλης Καποδίστριας πλουτίζει τη ζωγραφική μ’ ένα μαγικό είδος γνώσης, που υπερβαίνει τον τομέα της λογικής κι έρχεται σ’ επαφή με μία στερεά πραγματικότητα υπερφυσικής ευταξίας (Βλέπε το έργο του με τον ομώνυμο τίτλο, που περιλαμβάνεται στις Βιωματικές του Αποτυπώσεις). Ο θαυμασμός του για τον Ελύτη και τα κολάζ που μας έδωσε, τον οδηγεί στη διαπίστωση ότι πραγματοποιεί κι ο ίδιος το δικό του εικονιστικό ιδεώδες (Βλέπε τη σύνθεσή του με τίτλο Ελυτοδρόμιο, στον ίδιο κατάλογο έργων). Οπως κι ο Ελύτης, Ο Βασίλης Καποδίστριας πιστεύει ότι ο χρόνος είναι γρήγορος ήσκιος πουλιών, γι αυτό κρατάει τα μάτια του ορθάνοιχτα μες στις εικόνες του, νιώθοντας την ανάγκη να μετατρέπεται ο ίδιος κάθε στιγμή σε εικόνα. Αλλά ο ζωγράφος του Ελυτοδρόμιου δεν αρκείται σ’ αυτό. Από μόνη της η εικόνα δεν του αρκεί. Πρέπει να κατορθώσει απ’ την εικόνα να γεννήσει την υποβαλλόμενη ιδέα, κι έτσι να μεταμορφώσει την πραγματικότητα με τον κόσμο της καρδιάς του. Ο πίνακάς του με τίτλο Το Πλοίο Ατλαντίς, ένα θέμα της παγκόσμιας πια τέχνης και λογοτεχνίας, μας θυμίζει μία από τις εικονιστικές συνθέσεις του Ελύτη, το Λιμάνι, γεμάτο από πολύχρωμες αγκυροβολημένες βάρκες, που μας δίνουν την αίσθηση ενός χρόνου, που είναι αιώνια παρών, μία αρμονική σύζευξη της γης, τ’ ουρανού και της θάλασσας, που στην Ελλάδα γίνονται ένα. Η Ατλαντίς, βέβαια, φέρνει στο νου μας το δράμα της έλλειψης πνευματικής ισορροπίας και ικανότητας του σύγχρονου ανθρώπου στην αντιμετώπιση της ζωής.

Όλα τα φαινόμενα, αλλά κι όλες οι εικόνες, είτε είναι απεργάσματα του ανθρώπινου νου, είτε της φύσης, αποτελούν, κατά τον ζωγράφο, απλές ενσαρκώσεις της αιωνιότητας.

Αποστρέφοντας το πρόσωπό του από τα ιεραρχικά και ιδεολογικά συστήματα, που προσπαθούν ν’ αξιολογήσουν και να κατηγοριοποιήσουν τα πράγματα, να τα αποσυνθέσουν, ή να τα μετατρέψουν σε αφηρημένες έννοιες, ο Βασίλης Καποδίστριας πιστεύει πως ακόμα και το πιο καταφρονεμένο πράγμα, το πιο ασήμαντο, το πιο αντιθετικό, ακόμα και το παραμικρότερο μόριο, έχει τη δική του αξία. Σαν ένα από τα αναρίθμητα ιερά κύτταρα, που αποτελούν το σώμα του Θεού, δίχως τα οποία δε θα μπορούσε κανείς να επικαλεστεί την αιωνιότητα. Μ’ ένα σταθερό, επίμονο και μονότονο ζήλο, ο ζωγράφος βάζει το ένα αντικείμενο αντιμέτωπο του άλλου (ένα βότσαλο, μία βάρκα, μία άγκυρα, έναν χαρταετό, ένα καρφί, ένα ζάρι, ένα αυγό, ένα σχοινί), προσπαθώντας έτσι να διατηρήσει την ατομική μορφή, το μέγεθος, το βάρος ή τον τόνο. Σαν κόκκοι της άμμου, που από τη βαρύτητα σμίγουν ο ένας με τον άλλο. Ετσι, η εικόνα δομείται αρμονικά με μία άλλη, και το «θέμα», αν (και όταν) υπάρχει, παίζει δευτερεύοντα ρόλο, υποταγμένο, καθώς είναι, στην ανόθευτη απόλαυση των αισθητικών κανόνων και των αισθήσεων. Για τον Βασίλη Καποδίστρια, ό,τι είναι φυσικό είναι ιερό, και οι αισθήσεις αποτελούν τις αγιασμένες θύρες ενός επίγειου (ή ουράνιου) παραδείσου.

Στη γη κολλάει το αυτί ο ζωγράφος, ακούγοντας βαθιά τους σπόρους να παλεύουν με το χώμα και το χρώμα. Το χώμα από κάτω ίσως να είναι θειούχο και να τρέχουν νερά ανάμικτα με άλλα μέταλλα. Κι η συννεφιά από πάνω, χλωμή σα θειάφι, θαμπώνει το χώμα. Κι οι σπόροι αρχίζουν να βογκούν ζητώντας του ελευθερία. Ενας σπόρος μικρός κι ο Βασίλης Καποδίστριας, που μάχεται ν’ ανασηκώσει τη γη με τους πίνακές του. Θέλει να καθαρίσει από το σκουλήκι η ψυχή του ανθρώπου, να γίνει όλο μετάξι με χρώμα λαμπερό. Και πλέκει, πλέκει το κουκούλι της (η ψυχή) στον αδειανόν αέρα. Τα μάτια του στρέφει ο ζωγράφος να ξεχωρίσει το θαύμα τούτο, και το χρώμα να συλλάβει. Και δουλεύοντάς το κι αναμιγνύοντάς το μ’ άλλα χρώματα, που του δίνει η γη, ντύνει βασιλικά τους πίνακές του, με δάχτυλα που στάζουν πηχτό το μόσχο της ζωής. Κι ο κόσμος λάμπει σα ρόδο!

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου